- ἁδράν
- ἁδρά̱ν , ἁδρόςthickfem acc sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
προσεγχώννυμι — Μ καλύπτω κι άλλο με χώμα, γεμίζω με χώμα επί πλέον («ἁδρὰν προσεγχώσαντες γῆν», Γεωπ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ἐγχώννυμι «γεμίζω με χώμα, (για φυτά) βάζω μέσα στο χώμα»] … Dictionary of Greek